κοφινιάζω

κοφινιάζω
κοφίνιασα, κοφινιάστηκα, κοφινιασμένος, τοποθετώ πράγματα στα κοφίνια και μάλιστα τα ρούχα που πλένονται.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοφινιάζω — [κοφίνι] τοποθετώ πράγματα σε κοφίνια …   Dictionary of Greek

  • ακοφίνιαστος — η, ο [κοφινιάζω] αυτός που δεν τοποθετήθηκε, δεν συσκευάστηκε σε κοφίνι …   Dictionary of Greek

  • κοφίνι — το (AM κοφίνιον) σκεύος από πλεκτά κλαδιά λυγαριάς ή καλαμιάς το οποίο χρησιμεύει για εναπόθεση και μεταφορά διαφόρων αντικειμένων, μεγάλο καλάθι, κόφινος νεοελλ. 1. κυψέλη μελισσών 2. φρ. «στο καλάθι δεν χωράει και στο κοφίνι περισσεύει» λέγεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”